Έκρυψα τα βήματα σου
στα νερά του δρόμου
που σ’ αγκάλιασε.
Τα σύννεφα μπερδεύτηκαν,
αφού δεν είχαν
που να πατήσουν
και βούλιαξαν σιωπηλά
στη βροχή που ανάθρεψαν.
Χάραξα μια δυο δυο ανάσες σου
άσπρες στον αέρα
να ξέρει η νύχτα
που θα περπατάει.
Κι οι περαστικοί περπατούν
προσεχτικά
από τότε που κάποιος πιάστηκε
στα δίχτυα τους.
Έμεινε χωρίς φωνή , λένε,
και τα μάτια του ταξίδεψαν
σε ίσκιους πολύχρωμους.
Απ τότε ψάχνει δρεπάνια
να θερίσει το καλοκαίρι.